δακτυλοβάμων

δακτυλοβάμων
(-ονος), -ον
1. όποιος βαδίζει στα δάχτυλα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δακτυλοβάμονα
κατηγορία θηλαστικών τα οποία βαδίζουν στηριζόμενα στα δάκτυλα (αίλουρος, σκύλος κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + βάμων < βαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη («δακτυλοβάμονα ζώα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”